σκέα

σκέα
τὰ, Α
βλ. σκεύος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”